- κατάστρατα
- επίρρ., στη μέση του δρόμου: Οι διαδηλωτές έπεσαν κατάστρατα και δεν άφηναν τα αυτοκίνητα να περάσουν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατάστρατα — (Μ κατάστρατα) επίρρ. στη μέση τού δρόμου, μεσόστρατα, μεσοστρατίς μσν. κατά την πορεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στράτα + επιρρμ. κατάλ. α (πρβλ. κατά κορφ α, κατα μεσήμερ α)] … Dictionary of Greek